πολυπαίγμονος

πολυπαίγμονος
πολυπαίγμων
very sportive
gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυπαίγμων — ον, Α (για χορό) αυτός που έχει πολλές φιγούρες («πολυπαίγμονος ὀρχηθμοῑο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παίγμων (< παῖγμα < παίζω), πρβλ. λυσι παίγμων, φιλο παίγμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”